Κωμικόν άσμα. Σύνθεση του Γώργου Καμβύση. Ερμηνεύει ο Πέτρος Κυριακός. Ηχογραφήθηκε το 1931. Δίσκος Pathe Γαλλίας X-80236. Την ίδια χρονιά ηχογραφήθηκε και με τον Γώργο Καμβύση, με τίτλο “Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΧΑΣΙΚΛΗ” (θα το αναρτήσω). Πληροφορίες για την ηχογράφηφη και στη σελίδα rebetiko.sealabs.net.
I diathiki tou manga, Giorgos Kamvisis, Petros Kiriakos
Άντε, ρε, σαν πεθάνεις, σαν πεθάνεις
άντε, ρε, το λουλά τι θα τον κάνεις
-Μπα που να φας τη γλώσσα σου στιφάδο!
Ποιος θα πεθάνει, ρε κουνουπίδα;
-Εσύ, ρε γεροντόμαγκα! Πόσα χρόνια θα ζήσεις;
Τρακόσα; Σαν τα κοράκια;
-Kαι σαν τα κοράκια και σαν τους ελέφαντες!
Δεκαπέντε μελeούνια χρόνια!
-Ρε, όσα χρόνια κι αν ζήσεις, κάποτε θα ’ρθει ο Χάρος
και θα σου πει: Τι χαμπάρια μάστορα;
-Ρε, ήρθε μια βολά, ρε!
-Πότε;
-Τότε που μ’ είχανε χτυπήσει μπαμπέσικα με το
μυδραλιοβόλο
κι είχα φάει εβδομήντα εφτάμισι σφαίρες!
-Κατέβασε τις σφαίρες, μάγκα!
-Δε μπορώ, μωρέ φίλε, πάει με το δολάριο!
Εβδομήντα εφτάμισι και μισό!
-Καλά!
-Μου ’λεγε λοιπόν πως μ’ ήθελε ο πρόεδρας
της Παραδείσου
γιατί πήγανε κάτι ψευτονταήδες από την Κόλαση
και ζητάγανε πόντους.
Ζήταγε να με πιάσει κορόιδα! Ποιόνε;
Εμένανε! Τον αρχίζω, ρε φίλε, με τη μαγκούρα
κι έκοψε ρόδα μυρωμένα!
Τώρα φοβάμαι μη μου τη σκάσει στον ύπνο!
Και γι’ αυτό θέλω να απαγορεύσω τη διαθήκη μου,
σε ποιόνε αφήνω τα συμπράγκαλα.
Λοιπόν, βλάμη, στο Βαγγελάκη της μαμής αφήνω:
Το λουλά με τη νταμίρα
που μου χάρισε μια χήρα
να τραβάει, να μαστουριάζει
να μεθάει, να τα σπάζει
κι έτσι τον κόσμο όλονε
να βλέπει σα μυρμήγκι
και ας πονάει, βλάμη μου
το κλούβιο του μελίγκι
κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω
-Στο Νότη τον τρελό, που δουλεύει στο καπνοκοπτήριο,
αδερφέ μου, άκουσε τι αφήνω:
Δώσ’ του το μπαγλαμαδάκι
να βαράει ζεμπεκάκι
να χορεύουν τα ντερβίσα
σαν φουμάρουν τα χασίσα
και όταν θε ν’ αρχίζετε
ρ’ εσείς, τα ζορικλίκια
εμένα να θυμόσαστε
με τα τσαμπουκαλίκια
κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω
-Ωπ, ώπα, ωπ, ωχ, ντερβίσια μου!
I diathiki tou manga, Giorgos Kamvisis, Petros Kiriakos
Άντε, ρε, σαν πεθάνεις, σαν πεθάνεις
άντε, ρε, το λουλά τι θα τον κάνεις
-Μπα που να φας τη γλώσσα σου στιφάδο!
Ποιος θα πεθάνει, ρε κουνουπίδα;
-Εσύ, ρε γεροντόμαγκα! Πόσα χρόνια θα ζήσεις;
Τρακόσα; Σαν τα κοράκια;
-Kαι σαν τα κοράκια και σαν τους ελέφαντες!
Δεκαπέντε μελeούνια χρόνια!
-Ρε, όσα χρόνια κι αν ζήσεις, κάποτε θα ’ρθει ο Χάρος
και θα σου πει: Τι χαμπάρια μάστορα;
-Ρε, ήρθε μια βολά, ρε!
-Πότε;
-Τότε που μ’ είχανε χτυπήσει μπαμπέσικα με το
μυδραλιοβόλο
κι είχα φάει εβδομήντα εφτάμισι σφαίρες!
-Κατέβασε τις σφαίρες, μάγκα!
-Δε μπορώ, μωρέ φίλε, πάει με το δολάριο!
Εβδομήντα εφτάμισι και μισό!
-Καλά!
-Μου ’λεγε λοιπόν πως μ’ ήθελε ο πρόεδρας
της Παραδείσου
γιατί πήγανε κάτι ψευτονταήδες από την Κόλαση
και ζητάγανε πόντους.
Ζήταγε να με πιάσει κορόιδα! Ποιόνε;
Εμένανε! Τον αρχίζω, ρε φίλε, με τη μαγκούρα
κι έκοψε ρόδα μυρωμένα!
Τώρα φοβάμαι μη μου τη σκάσει στον ύπνο!
Και γι’ αυτό θέλω να απαγορεύσω τη διαθήκη μου,
σε ποιόνε αφήνω τα συμπράγκαλα.
Λοιπόν, βλάμη, στο Βαγγελάκη της μαμής αφήνω:
Το λουλά με τη νταμίρα
που μου χάρισε μια χήρα
να τραβάει, να μαστουριάζει
να μεθάει, να τα σπάζει
κι έτσι τον κόσμο όλονε
να βλέπει σα μυρμήγκι
και ας πονάει, βλάμη μου
το κλούβιο του μελίγκι
κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω
-Στο Νότη τον τρελό, που δουλεύει στο καπνοκοπτήριο,
αδερφέ μου, άκουσε τι αφήνω:
Δώσ’ του το μπαγλαμαδάκι
να βαράει ζεμπεκάκι
να χορεύουν τα ντερβίσα
σαν φουμάρουν τα χασίσα
και όταν θε ν’ αρχίζετε
ρ’ εσείς, τα ζορικλίκια
εμένα να θυμόσαστε
με τα τσαμπουκαλίκια
κι έχω κι άλλα για ν’ αφήσω
μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω
τώρα θε να σταματήσω
πάρ’ τα όλα σαν ψοφήσω
-Ωπ, ώπα, ωπ, ωχ, ντερβίσια μου!
- Κατηγορίες
- Greek Music
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει