Aρχόντισσα - Στράτος Παγιουμτζής,
Στελλάκης Περπινιάδης
Δίσκος: Columbia DG 6440 .
Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης
Αθήνα, 1938
__________________________________
Κουράστηκα για να σε αποκτήσω
αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα
παρηγοριά ζητούσα, ο δόλιος, στη ζωή
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει
και ξέχασαν για πάντα τη ζωή
μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί
Αρχόντισσα, τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα, τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα σκεφτόμουνα παλάτια
μα εσύ με γέμισες μαρτύρια στη ζωή
_____________________________________
Η Αρχόντισσα που περιγράφει ο Τσιτσάνης ήταν υπαρκτό πρόσωπο και το μικρό της όνομα ήταν Ελίζα.
Κατά το έτος 1938 ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου με άδεια πήγαινε στην Αθήνα μόνο για να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια του. Σε ένα από τα ταξίδια του, θα συναντηθεί με τον παλιό φίλο και συμμαθητή του από τα Τρίκαλα, ονόματι Λάκης. Μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Λάκης του ζήτησε να πάει μαζί του σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου και θα συναντούσε μία κοπέλα, την Ελίζα. Ο Τσιτσάνης πράγματι πήγε και γνώρισε την κοπέλα. «Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα με μαύρα μαλλιά. Όταν ο Λάκης έφυγε για λίγο μου έδωσε σε ένα χαρτάκι και μου είπε να πάω την επομένη να τη συναντήσω στο σπίτι της. Ο Λάκης την κοιτούσε σαν τρελός αλλά αυτή όχι μόνο δεν ανταποκρίνονταν αλλά από ότι κατάλαβα της φαινόταν βαρετή η συνάντηση με αυτόν. Κάποια στιγμή μου είπε: Βασίλη εγώ δεν θα ερωτευτώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Κάθε βράδυ τον έχω δίπλα μου, κλαίμε και γελάμε μαζί μοιραζόμαστε τον πόνο μαζί. Έπειτα γύρισε στο Λάκη και είπε: Τι περιμένεις από εμένα άνθρωπέ μου, να σου δώσω ελεημοσύνη; Αν οι συναντήσεις μας σου έγιναν έμμονη ιδέα εγώ δεν φταίω σε κάτι. Έπειτα μου είπε: Εγώ Βασίλη δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Αυτή η τελευταία της φράση δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως το μόνο που θυμάται από εκείνη τη μέρα ήταν την κοπέλα να φεύγει και τον Λάκη να ακουμπά με τα χέρια του το κεφάλι και να είναι απαρηγόρητος.
Την επόμενη μέρα ο Τσιτσάνης πήγε στο σπίτι της κοπέλας με σκοπό να μάθει τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια που είπε στην πρώτη τους συνάντηση. «Πήγα στη διεύθυνση και είδα ένα μεγάλο αρχοντικό. Στην αρχή πίστεψα ότι η διεύθυνση δεν ίσχυε. Αφού έκανα μερικές βόλτες για να σιγουρευτώ ότι όντως ήταν αυτό το σπίτι, άκουσα κάποια κοπέλα να μου φωνάζει να περάσω μέσα και ότι η Ελίζα με περίμενε. Μπήκα σαστισμένος με τον νου μου να επεξεργάζεται τα λόγια της και να προσπαθεί να τα ερμηνεύσει. Βρήκα την Ελίζα να κάθεται στο σαλόνι και μόλις με είδε σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Αφού μιλήσαμε για αρκετή ώρα, της ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε όταν είπε ότι κάθε βράδυ τον έχει δίπλα της. Με πήρε και με πήγε στο δωμάτιό της και πίσω από μία κουρτίνα μου έδειξε μία προτομή, που δεν θυμάμαι αν ήταν γύψινη ή μαρμάρινη, και ένα μεγάλο κάδρο. Τον βλέπεις Βασίλη; Αυτός είναι ο άγγελός μου (Άγγελος ήταν το όνομά του άνδρα της), κάθε βράδυ είναι δίπλα μου, γελάμε και κλαίμε μαζί. Μου αφηγήθηκε το πόσο ευτυχισμένη ήταν όταν παντρεύτηκαν αλλά και τον τραγικό θάνατό του όταν πήγαν για μπάνιο και αυτός έπεσε από κάτι βράχια. Όταν είπε αυτή την ιστορία, το πρόσωπό της άρχισε να κάνει κάτι ανατριχιαστικές συσπάσεις ενώ το σώμα της κουνιόταν σαν το φίδι. Εγώ προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντάς της ότι θα γράψω τραγούδια γι' αυτήν και ότι η ζωή της θα αλλάξει Μάταια όμως. Φώναξα έναν αστυνομικό και αυτός κάλεσε ένα ασθενοφόρο για να την πάρει. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η κουβέντα του ενός γιατρού που ήρθε μαζί. Συνηθισμένη ιστορία. Αυτή η φράση με τσάκισε».
Μόλις το ασθενοφόρο έφυγε, ο Βασίλης Τσιτσάνης κατευθύνθηκε συγκλονισμένος για το σπίτι του. Όμως στο μυαλό του άρχισε να πλάθει ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που μετέπειτα θα συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα. Μετά από κάποιες μέρες γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τον περίμενε το πειθαρχείο καθότι παραβίασε την άδεια που του είχε δοθεί. Εκεί άρχισε να δημιουργεί το τραγούδι, μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του την Ελίζα και την τραγική της κατάσταση. Προσπαθούσε να βρει ένα δίστιχο και στη συνέχεια μία μελωδία που να ταιριάζει έστω σε αυτό. Το αρχικό του πρόβλημα όμως ήταν ο τίτλος. Η λέξη «Αρχοντοπούλα» δεν του φαινόταν καλή και τελικά κατέληξε στον τίτλο «Αρχόντισσα».
Στελλάκης Περπινιάδης
Δίσκος: Columbia DG 6440 .
Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης
Αθήνα, 1938
__________________________________
Κουράστηκα για να σε αποκτήσω
αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα
παρηγοριά ζητούσα, ο δόλιος, στη ζωή
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει
και ξέχασαν για πάντα τη ζωή
μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί
Αρχόντισσα, τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα, τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα σκεφτόμουνα παλάτια
μα εσύ με γέμισες μαρτύρια στη ζωή
_____________________________________
Η Αρχόντισσα που περιγράφει ο Τσιτσάνης ήταν υπαρκτό πρόσωπο και το μικρό της όνομα ήταν Ελίζα.
Κατά το έτος 1938 ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου με άδεια πήγαινε στην Αθήνα μόνο για να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια του. Σε ένα από τα ταξίδια του, θα συναντηθεί με τον παλιό φίλο και συμμαθητή του από τα Τρίκαλα, ονόματι Λάκης. Μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Λάκης του ζήτησε να πάει μαζί του σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου και θα συναντούσε μία κοπέλα, την Ελίζα. Ο Τσιτσάνης πράγματι πήγε και γνώρισε την κοπέλα. «Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα με μαύρα μαλλιά. Όταν ο Λάκης έφυγε για λίγο μου έδωσε σε ένα χαρτάκι και μου είπε να πάω την επομένη να τη συναντήσω στο σπίτι της. Ο Λάκης την κοιτούσε σαν τρελός αλλά αυτή όχι μόνο δεν ανταποκρίνονταν αλλά από ότι κατάλαβα της φαινόταν βαρετή η συνάντηση με αυτόν. Κάποια στιγμή μου είπε: Βασίλη εγώ δεν θα ερωτευτώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Κάθε βράδυ τον έχω δίπλα μου, κλαίμε και γελάμε μαζί μοιραζόμαστε τον πόνο μαζί. Έπειτα γύρισε στο Λάκη και είπε: Τι περιμένεις από εμένα άνθρωπέ μου, να σου δώσω ελεημοσύνη; Αν οι συναντήσεις μας σου έγιναν έμμονη ιδέα εγώ δεν φταίω σε κάτι. Έπειτα μου είπε: Εγώ Βασίλη δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Αυτή η τελευταία της φράση δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως το μόνο που θυμάται από εκείνη τη μέρα ήταν την κοπέλα να φεύγει και τον Λάκη να ακουμπά με τα χέρια του το κεφάλι και να είναι απαρηγόρητος.
Την επόμενη μέρα ο Τσιτσάνης πήγε στο σπίτι της κοπέλας με σκοπό να μάθει τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια που είπε στην πρώτη τους συνάντηση. «Πήγα στη διεύθυνση και είδα ένα μεγάλο αρχοντικό. Στην αρχή πίστεψα ότι η διεύθυνση δεν ίσχυε. Αφού έκανα μερικές βόλτες για να σιγουρευτώ ότι όντως ήταν αυτό το σπίτι, άκουσα κάποια κοπέλα να μου φωνάζει να περάσω μέσα και ότι η Ελίζα με περίμενε. Μπήκα σαστισμένος με τον νου μου να επεξεργάζεται τα λόγια της και να προσπαθεί να τα ερμηνεύσει. Βρήκα την Ελίζα να κάθεται στο σαλόνι και μόλις με είδε σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Αφού μιλήσαμε για αρκετή ώρα, της ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε όταν είπε ότι κάθε βράδυ τον έχει δίπλα της. Με πήρε και με πήγε στο δωμάτιό της και πίσω από μία κουρτίνα μου έδειξε μία προτομή, που δεν θυμάμαι αν ήταν γύψινη ή μαρμάρινη, και ένα μεγάλο κάδρο. Τον βλέπεις Βασίλη; Αυτός είναι ο άγγελός μου (Άγγελος ήταν το όνομά του άνδρα της), κάθε βράδυ είναι δίπλα μου, γελάμε και κλαίμε μαζί. Μου αφηγήθηκε το πόσο ευτυχισμένη ήταν όταν παντρεύτηκαν αλλά και τον τραγικό θάνατό του όταν πήγαν για μπάνιο και αυτός έπεσε από κάτι βράχια. Όταν είπε αυτή την ιστορία, το πρόσωπό της άρχισε να κάνει κάτι ανατριχιαστικές συσπάσεις ενώ το σώμα της κουνιόταν σαν το φίδι. Εγώ προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντάς της ότι θα γράψω τραγούδια γι' αυτήν και ότι η ζωή της θα αλλάξει Μάταια όμως. Φώναξα έναν αστυνομικό και αυτός κάλεσε ένα ασθενοφόρο για να την πάρει. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η κουβέντα του ενός γιατρού που ήρθε μαζί. Συνηθισμένη ιστορία. Αυτή η φράση με τσάκισε».
Μόλις το ασθενοφόρο έφυγε, ο Βασίλης Τσιτσάνης κατευθύνθηκε συγκλονισμένος για το σπίτι του. Όμως στο μυαλό του άρχισε να πλάθει ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που μετέπειτα θα συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα. Μετά από κάποιες μέρες γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τον περίμενε το πειθαρχείο καθότι παραβίασε την άδεια που του είχε δοθεί. Εκεί άρχισε να δημιουργεί το τραγούδι, μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του την Ελίζα και την τραγική της κατάσταση. Προσπαθούσε να βρει ένα δίστιχο και στη συνέχεια μία μελωδία που να ταιριάζει έστω σε αυτό. Το αρχικό του πρόβλημα όμως ήταν ο τίτλος. Η λέξη «Αρχοντοπούλα» δεν του φαινόταν καλή και τελικά κατέληξε στον τίτλο «Αρχόντισσα».
- Κατηγορίες
- Greek Music
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει